παραναστήσας

παραναστήσας
παραναστήσᾱς , παρανίστημι
set up beside
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρανίστημι — Α [ανίστημι] 1. στήνω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («μετέωρον αὐτὸν παραναστήσας», Αθήν.) 2. μέσ. παρανίσταμαι (αμτβ.) είμαι όρθιος, στέκομαι δίπλα σε κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”